Quantcast
Channel: Το Μοσχάτο Μου-ΝΕΑ ΠΟΛΗ ΜΟΣΧΑΤΟ ΤΑΥΡΟΣ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19061

Αφιερωμένο Παραμύθι στον αείμνηστο Διονύσιο Θεοφιλάτο!

$
0
0
Οι Παππούδες και οι γιαγιάδες Γιορτάζουν… 

1η Οκτωβρίου-Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων

Από το 1990 καθιερώθηκε ο εορτασμός της 1ης Οκτωβρίου σαν Παγκόσμιας Ημέρας Ηλικιωμένων, περισσότερο γνωστή σαν «Ημέρα της Τρίτης Ηλικίας». Σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία σήμερα το 17,1% του πληθυσμού της χώρας μας ανήκει στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών ενώ η πρόβλεψη είναι το 2020 να [πλησιάζει το 24%. Επομένως σύντομα στην Ελλάδα το ¼ του πληθυσμού θα ανήκει σε αυτήν την ευαίσθητη ομάδα.

 Ανασφάλεια, συντάξεις που δεν καλύπτουν ούτε το πρώτο 10ήμερο του μήνα, ανεπαρκές Ασφαλιστικό Σύστημα, περιθωριοποίηση, μοναξιά, έλλειψη χώρων φιλοξενίας μοναχικών και απόρων ηλικιωμένων τα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Αναφορά σε αυτήν τη γιορτή επέλεξα να κάνω όχι με δακρύβρεκτο άρθρο αλλά με ένα αλληγορικό παραμύθι που κάποτε οι γιαγιάδες και οι παππούδες το διηγιόταν στα εγγονάκια τους, τότε που ακόμα τα παιδιά έπαιζαν και πολλές φορές ζούσαν στο ίδιο σπίτι με τους παππούδες τους…

Αφιερωμένο το Παραμύθι στον αείμνηστο Διονύσιο Θεοφιλάτο εξέχουσα προσωπικότητα της πόλης του Μοσχάτου Αττικής , ευπατρίδη με καταγωγή από την Κεφαλονιά ο οποίος υπήρξε ιδρυτής(1962) του Φιλανθρωπικού Σωματείου ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΜΟΣΧΑΤΟΥ, σωματείου φιλοξενίας και περίθαλψης απόρων ηλικιωμένων, καθώς και ο πρωτεργάτης καθιέρωσης της 1ης Οκτωβρίου ως ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

..............................................................................

Λαϊκό Παραμύθι 

Τα γέρικα Ζώα Μια φορά κι έναν καιρό και σ’ ένα μακρινό χωριό ζούσε ένα ζευγάρι γέρων χωρικών που είχανε και ένα γαϊδούρι. Ο καημένος ο γαϊδουράκος ήτανε ήσυχος και καλός και αγαπούσε πολύ το γέρο-αφεντικό του, μόνο που είχε γεράσει πια πολύ και έτσι μια μέρα που το αφεντικό του τον φόρτωσε με πέντε βαριά τσουβάλια σιτάρι, ο κακομοίρης αφού έκανε πρώτα λίγα βήματα, μετά έπεσε κάτω. Πέσανε και τα τσουβάλια από την πλάτη του, ανοίξανε και όλο το σιτάρι χύθηκε στην αυλή του χωριατόσπιτου.

Ο γέρο-χωριάτης θύμωσε τόσο πολύ που γύρισε και είπε στην γυναίκα του:-«Ακούς γριά μου; Το πήρα απόφαση. Ο γάδαρος μας παραγέρασε και δεν μπορεί πια να κουβαλά πράματα. Θα τον πάω στο ξέφωτο, στις ερημιές να τον αφήσω να πεθάνει».

 -«Σοφά λόγια λες γέρο μου», απάντησε η γριά. «Γιατί να τον ταΐζουμε τσάμπα; Πήγαινε τον στο ξέφωτο και τι θα κάνει; Χωρίς φαΐ θα πεθάνει», συμπλήρωσε άσπλαχνα.

Ο γέρο-γάιδαρος που άκουσε την κουβέντα των γέρων, πήρε μια πίκρα, μια στεναχώρια…

-Ουου, ούου γκάριζε παραπονεμένα. Λόγια που ακούω. Εγώ που τόσο τους αγαπώ και τόσο τους δούλεψα. Να θέλουν να με πετάξουν τώρα που γέρασα! Ούου-ούου γκαρίζει ο καημένος γεμάτος παράπονο. Ε, όχι, θα φύγω μονάχος μου.

Ούου-ούου , γκαρίζει και με τα πληγωμένα και γερασμένα πόδια του , γυρίζει και φεύγει από την αυλή. Δρόμους παίρνει, δρόμους αφήνει, και σε ένα μονοπάτι στα βουνά ανταμώνει με ένα σκύλο.

-Ε, σκύλε, που πας μόνος; Νυχτώνει, θα χαθείς.

 -Αχ, γέρο γάιδαρε. Που να στα λέω, Αχ, με έδιωξε το αφεντικό μου. Ουστ, παλιόσκυλο, μου είπε και με μια κλωτσιά με πέταξε έξω από το σπίτι. Άντε, άχρηστε να ψοφήσεις στις ερημιές. Γέρασες και δεν μπορείς να φυλάς πια το σπίτι και τα πρόβατα. Ουστ.

-Γαβ, γαβ έτσι μου είπε καλέ μου γάιδαρε και μου έδωσε και μια γερή κλωτσιά στα γέρικα πλευρά μου. Γαβ, γαβ.

-Κακόμοιρε γέρο σκύλε. Σαν και μένα και συ. Γέρασες και δε σε θέλουν πια. Έλα μαζί μου.

-Που πας γέρο-γάιδαρε;

-Να βρω την τύχη μου. Εγώ κι αν γέρασα, κι αν με διώξανε κάτω δεν το βάζω. Πάω να βρω την τύχη μου, να αρχίσω μια νέα ζωή.

-Κι εγώ μαζί σου γέρο-γάιδαρε.

Βρήκανε μια σπηλιά, μπήκανε και κοιμηθήκανε. Το άλλο πρωΐ αρχίσανε να περπατούν στο δάσος για να βρούνε κάτι να φάνε. Ξαφνικά…

-Νιάου-Νιάου-Νιάουυ, ένα λυπητερό νιαούρισμα ακούνε από την κουφάλα ενός πλάτανου εκεί κοντά τους.

-Τι κάνεις στην κουφάλα γέρο-γάτε; Τον ρωτά ο γάιδαρος.

-Αχ, κυρ-γάιδαρε μου, στην κουφάλα κρύφτηκα να περάσω τη νύχτα μου. Αχ, με έφερε εδώ στο δάσος το αφεντικό μου για να πεθάνω, γιατί λέει είμαι πια γέρος δεν μπορώ να κυνηγώ ποντίκια. Θα πάρει, λέει, άλλο γάτο νέο και γερό. Νιάου-Νιάου, είμαι γέρος και νηστικός.

-Θέλεις να γίνομε φίλοι γέρο-γάτε; Έλα μαζί μας.

-Ναι, ναι. Μα που πάτε καινούργιοι μου φίλοι;

-Να βρούμε την τύχη μας. Τι κι αν γεράσαμε. Τι κι αν μας διώξανε. Έλα, πάμε να κάνομε μια νέα αρχή στη ζωή μας.

Ούου, ουου,ουου, ο γέρο-γάιδαρος μπροστά γκαρίζει. Γαβ, γαβ, γαβ, ο γέρο-σκύλος δίπλα του γαβγίζει. Νιάου, νιάου, νιάου, ο γέρο-γάτος που από πίσω τους πηγαίνει…

Και στο δάσος γυρίζουνε κάτι να βρούνε να φάνε μέχρι που νυχτώνει, και τότε μέσα στο σκοτάδι βλέπουν ένα φώς.

Όλη η παρέα τρέχει έξω από το παράθυρο του σπιτιού που βγαίνει το φώς… -Ελάτε, σκαρφαλώστε στην πλάτη μου να δείτε και σεις καινούργιοι φίλοι μου ότι βλέπουν τα γέρικα ματάκια μου , είπε ο γάιδαρος που σαν πιο ψηλός που ήτανε μπορούσε να βλέπει μέσα στο σπίτι.

Πρώτα σκαρφάλωσε στην πλάτη του ο γέρο-σκύλος και στη δικιά του πλάτη ο γέρο-γάτος και τι να δούνε… Κλέφτες που γεμίζανε τα μεγάλα σακούλια τους με τα πράματα του σπιτιού. Και, αφού μαζέψανε όλα τα καλά πράματα του σπιτιού, ακούστε-ακούστε, βγάλανε και από το ντουλάπι τα φαγητά, τα βάλανε στο τραπέζι και κάτσανε να φάνε. Τότε…

Γαβ, γαβ γαύγισε ο γέρο-λύκος, νιάου, νιάου νιαούρισε ο γέρο-γάτος και ούου, ούου γκάριζε ο γέρο-γάδαρος. Οι κλέφτες τρομάξανε τόσο πολύ που αφήσανε όλα τα κλεμμένα και το βάλανε στα πόδια. Τα γέρικα ζώα μπήκανε στο σπίτι, κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε τα φαγητά που άφησαν οι κλέφτες στο τραπέζι. Σε λίγο γύρισε το αφεντικό του σπιτιού, κατάλαβε τι είχε συμβεί και είπε στα γέρικα ζώα:-Σώσατε τα πράματά μου, σώσατε και μένα γιατί οι κλέφτες θα με σκότωναν αν όταν γύρισα ήταν ακόμα εδώ. Λοιπόν, φάτε, πιείτε κι εγώ θα σας κρατήσω κοντά μου. Και εγώ, μόνος και γέρος είμαι, θέλετε;

Ούου,ούου,γκαρίζει ο γέρο-γάδαρος, γαβ, γαβ γαυγίζει ο γέρο-σκύλος και, νιάου, νιάου νιαουρίζει ο γέρο-γάτος. Από τότε και για πολλά χρόνια τα γέρικα ζώα ζούσαν ευτυχισμένα μαζί με τον καλό αυτό άνθρωπο.

Αλλά, και εμείς ζούμε ακόμα καλύτερα τώρα που ξέρουμε πως τα γέρικα ζώα βρήκανε σπίτι και αφεντικό και περάσανε ευτυχισμένα τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

Σκίτσα: Ρία Γαΐλα, σκιτσογράφος-εικονογράφος

Πηγή: Παραμύθια από την Λαϊκή Παράδοση

Διασκευή για παιδιά

Τασσώ Γαΐλα 
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Αποκλειστικά για το http://my-mosxato.blogspot.gr/


Viewing all articles
Browse latest Browse all 19061

Trending Articles